Χριστούλης

Χριστούλης
ο
υποκορ. του Χριστός: Χριστούλη μου, φέρε τον πατέρα μου ζωντανό από τον πόλεμο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Χριστούλης — ο, Ν (υποκορ. τού Χριστός και με θωπευτική σημ.) καλός, γλυκός ή μικρός Χριστός («κάνε την προσευχή σου στον Χριστούλη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. μικρ ούλης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”